ὑπερόγκου

ὑπερόγκου
ὑπέρογκος
of excessive bulk
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαγονιά — η, Ν 1. η σιαγόνα με τα δόντια που υπάρχουν σε αυτήν 2. δάγκωμα με τις σιαγόνες 3. μτφ. απαίτηση πληρωμής υπέρογκου ποσού («έφαγε σαγονιά» πλήρωσε περισσότερα από όσα έπρεπε). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγόνι + κατάλ. ιά (πρβλ. αγκων ιά)] …   Dictionary of Greek

  • υπερογκία — ἡ, Μ [ὑπέρογκος] η ιδιότητα και η κατάσταση τού υπέρογκου, υπερβολικός όγκος …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • σαγονιά — η 1. σιαγόνα μαζί με τα δόντια. 2. δάγκωμα με τις σιαγόνες ή χτύπημα σ αυτές: Του δωσε μια σαγονιά. 3. μτφ., πληρωμή υπέρογκου ποσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”